
Η Florence Welch είναι η τραγουδίστρια του συγκροτήματος Florence and the machine, το οποίο πρόσφατα πραγματοποίησε συναυλίες στην Αθήνα. Στις συναυλίες δεν κατάφερα να παρευρεθώ, όμως καθώς σκάλιζα να μάθω περισσότερα για τη Florence, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο που η ίδια είχε γράψει για τη βρετανική Vogue. Στο άρθρο αυτό μιλάει με ρεαλιστικό τρόπο για τα θέματα που αντιμετώπιζε με τις διατροφικές διαταραχές και την κατάχρηση αλκοόλ. Το άρθρο αυτό στάθηκε αφορμή να αναζητήσω περαιτέρω πληροφορίες για τη Florence και με χαρά ανακάλυψα ότι είναι ένας άνθρωπος που μιλάει ανοιχτά και βιωματικά όχι μόνο για τα παραπάνω θέματα, αλλά και για την εσωστρέφεια, την κατάθλιψη, την –κατά κάποιο τρόπο- αυτοκαταστροφή της και όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει.
Μια από τις πιο βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι η κοινωνική φοβία. Η φοβία αυτή είναι για τη Florence μια άκρως ψυχοφθόρος κατάσταση, καθώς μιλάμε για έναν άνθρωπο που έρχεται σε επαφή με πολύ κόσμο αρκετά συχνά στο πλαίσιο της δουλειάς της. Πρόσφατα μάλιστα και εξαιτίας του διαρκούς άγχους που βίωνε κατά τη διάρκεια της περιοδείας της (όντας πλέον νηφάλια, δε μπορεί να καταφύγει στο ποτό για χαλάρωση), αποφάσισε η ίδια να κάνει διάλειμμα από τις υποχρεώσεις της για λίγους μήνες. Χαρακτηριστικά, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι ενώ μπορεί να… βγάλει μια ολόκληρη συναυλία κι ας βρίσκεται σε φάση που παθαίνει κρίσεις πανικού, συνειδητοποιεί ότι οι σκέψεις της ακολουθούν μια κυκλική τροχιά αρνητικότητας που την οδηγεί στην επιθυμία να πάψει να υπάρχει και κατανοεί ότι πια η ψυχική της υγεία έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα.
Η Florence στο άρθρο της στη Vogue μπαίνει κατευθείαν στο θέμα και εστιάζει ίσως στην πιο βασική συνειδητοποίηση. «Χρειάζεται λίγος καιρός για να καταλάβεις την αξία σου». Συνεχίζει περιγράφοντας τη στιγμή που αποτέλεσε για εκείνη σημείο αλλαγής στο μέχρι τότε τρόπο ζωής της. Ήταν ο λόγος που έβγαλε η μητέρα της στα 27α γενέθλιά της, μια παράκληση όπως την αποκαλεί, ζητώντας από τους φίλους της να προσπαθήσουν να την κρατήσουν ζωντανή, να μη μπει στο γνωστό club των σταρ που πεθαίνουν στα 27. Μετά από αυτή τη δήλωση, η Florence έχωσε τα μούτρα της στην τούρτα, μπήκε με τα ρούχα στην μπανιέρα και από εκείνη τη μέρα άλλαξαν όλα. Κοιτάζοντας πίσω τώρα πια, την κατακλύζουν συναισθήματα νοσταλγίας και τρόμου, καθώς υπάρχει ένα κομμάτι της που κοιτάει με δέος εκείνο το κορίτσι που αψηφούσε κάθε κίνδυνο και έπεφτε στη ζωή με τα μούτρα, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες, υπάρχει όμως και ένα άλλο κομμάτι της που θέλει να πει σε εκείνο το κορίτσι ότι είναι ώρα να ηρεμήσει πια.
Η ίδια αποδίδει το γεγονός ότι δεν την απασχολούσε το αν θα επιζούσε από όσα έκανε, μιας και «η ανυπαρξία ήταν συνήθως ο στόχος», στην απέχθεια που ένιωθε για τον εαυτό της. Δε μπορεί να διακρίνει αν ήταν η κοινωνική πίεση ή κάποια γενετική προδιάθεση τελειομανίας και άγχους που τελικά την έκαναν να πιστέψει για τον εαυτό της ότι ήταν λάθος, ότι δεν ήταν αρκετά έξυπνη, αρκετά καλή, αρκετά λεπτή και να νιώθει συνέχεια θυμό για τον εαυτό της. Χαρακτηριστικά λέει, «Δεν καταλαβαίνω τι κάνει τις νέες γυναίκες να ξεκινήσουν πόλεμο με τον εαυτό τους. Η χορωδία της κριτικής δε σταμάτησε ποτέ να τραγουδά. Ακόμα τραγουδάει τώρα, όχι όμως τόσο δυνατά ή τόσο συχνά, και όταν τραγουδάει, προσπαθώ να μην καταφύγω στη βότκα ή στην ασιτία ως μεθόδους αυτοθεραπείας.».
Για τη Florence, το αλκοόλ ήταν ένας τρόπος να κρυφτεί από το άγχος που ένιωθε στις περιοδείες, αλλά και με τη γενικότερη έκθεση και προβολή της. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και τα πάρτι έγιναν μέρος της ταυτότητάς της, καθοριστικά στοιχεία της προσωπικότητάς της μιας και ήταν καλή σε αυτά.
Μιλώντας για τη σχέση της με το φαγητό, δηλώνει ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια γνώριζε πόσο ζυγίζει ανά πάσα στιγμή μέσα στη μέρα και δεν πίστευε ότι θα αποκτούσε ποτέ μια φυσιολογική σχέση με τη διατροφή της.
«Μια διατροφική διαταραχή σε θέλει σιωπηλό, ταπεινωμένο, απομονωμένο. Θα σου πει οτιδήποτε για να σε κρατήσει μόνο για τον εαυτό της. Πιθανόν να σου λέει αυτή τη στιγμή ότι δεν πρέπει να πεις το όνομά της, ότι είναι φίλη σου.»
Η Florence έκανε το πιο δύσκολο βήμα, άρχισε δηλαδή να μιλάει για τη διαταραχή. Παραδέχεται ότι της είναι δύσκολο να δεχτεί την αγάπη και τη σταθερότητα, καθώς θεωρεί ότι κάποιος που έχει αρνηθεί τη φροντίδα του σώματος μέσω της στέρησης τροφής, συχνά αρνείται και τη συναισθηματική «θρέψη» και φροντίδα του εαυτού.
Δε μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ξεπερνιέται ποτέ μια διατροφική διαταραχή. Πιστεύει ότι η αυτοκαταστροφή επανέρχεται με περίεργους τρόπους στη ζωή σου. Ακόμα και σήμερα, ενώ μπορεί να έχει μόλις τελειώσει μια άκρως πετυχημένη συναυλία, θα πάει στα παρασκήνια και θα ξεκινήσει να ψάχνει στα κοινωνικά δίκτυα για πράγματα που θα την κάνουν να αισθανθεί πραγματικά δυστυχισμένη, όπως μια μη κολακευτική φωτογραφία.
Τι άλλαξε λοιπόν;
Μετά από τη δήλωση της μητέρας της, η Florence συνειδητοποίησε ότι αν δε σταματούσε αυτά που έκανε ως τότε, θα πέθαινε. Σιγά σιγά, μιλώντας για αυτά που τη δυσκόλευαν ακόμα και μέσα από τα τραγούδια της, άρχισε να αλλάζει τρόπο σκέψης και ζωής. Ανακάλυψε ότι το να φεύγει από ένα πάρτι με όλα της τα υπάρχοντα ή το να περνάει τις Δευτέρες της διαβάζοντας, ήταν καταστάσεις που της πρόσφεραν έντονες συγκινήσεις. Σταμάτησε να ζυγίζεται και προσπαθεί πια να μη σκέφτεται το φαγητό σαν κάτι καλό ή κακό. Σταμάτησε να πιστεύει ότι η αυτοκαταστροφή είναι ένα μέσο δημιουργικότητας. «Όσο λιγότερο απασχολημένη είμαι με το πώς φαίνομαι ή με το τι έκανα το περασμένο βράδυ, τόσο περισσότερη ενέργεια έχω για τη δουλειά μου. Κατάφερα να είμαι επιτυχημένη παρά τους δαίμονές μου, όχι λόγω αυτών.».
Η Florence κλείνει το άρθρο της με μια συνειδητοποίηση που ίσως και να αποτελεί το πιο ουσιαστικό δίδαγμα για κάποιον που έχει καταφέρει όχι μόνο να επιβιώσει από τις παραπάνω καταστάσεις, αλλά και να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και ζει τη ζωή του. «Όλη η βαρετή ενηλικίωση που απορρίψαμε τότε (εκείνη και οι φίλοι της), με κάποιο τρόπο τώρα μοιάζει επαναστατική. Είναι μια πράξη επανάστασης να παραμένεις παρών, να πας ενάντια στην επιθυμία της κοινωνίας να μουδιάσεις τον εαυτό σου, να αποστρέψεις το βλέμμα σου. Όμως δεν πρέπει να αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Το να αυτοσταυρωθεί κάποιος στο όνομα της τέχνης σημαίνει πάντα ότι η τέχνη σταματά και άλλη μια φωνή έχει χαθεί. Σε αυτή τη χρονική στιγμή στην ιστορία μας, δεν ήταν πότε πιο αναγκαίο να έχουμε όσο περισσότερες φωνές που τραγουδούν μπορούμε.».
Αυτό που κρατάω από το κείμενο της Florence είναι μια γενικότερη αίσθηση αποδοχής για τον εαυτό. Στη ζωή είναι πολλά τα ερεθίσματα εκείνα που θα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ότι δεν αξίζουμε αρκετά, ότι γενικά υστερούμε σε κάτι. Τα μηνύματα αυτά μπορεί να έρθουν από πολλές και διάφορες κατευθύνσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι να αντιμετωπίσουμε οι ίδιοι τον εσωτερικό μας κριτή και να προσεγγίσουμε τον εαυτό μας με περισσότερη κατανόηση και αγάπη. Η επιδίωξη της τελειότητας μπορεί να είναι ένας δρόμος στρωμένος με απογοήτευση, αγωνία και θυμό. Καμιά φορά θα πρέπει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι δεν πειράζει αν κάνει λάθος, αν δεν είναι αρκετά καλός, αν δεν τα καταφέρνει σε όλα. Τουλάχιστον είναι εδώ και προσπαθεί!
*Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο της Florence εδώ